Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

Κακοδοξη “συνοδο” της Κρητης το 2016 - Λογος στηριγμου και Οικοδομης στην Ορθοδοξια


 Δημοσίευμα  της Εφημερίδος :"ΑΓΩΝΑΣ"  αρ φυλ. 250-251/Μάρτιος-Απρίλιος  2018 http://www.agonas.org/


(Συνέχεια από το προηγούμενο φύλλο)
Δ΄. Η θέσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας έναντι των αιρετικών.
Είναι εξαιρετικώς σημαντική και απαραίτητη για την κατανόηση του εν λόγω θέματος η γνώση ότι η Εκκλησία ανέκαθεν, τόσο δια της Αγίας Γραφής, όσο και δια της διδαχής των θεοφόρων πατέρων και των Ιερών Συνόδων, μαρτυρούσε διαχρονικώς και όριζε σαφώς ότι οι αιρετικοί αυτοαποβάλλονται, αυτοαποσχίζονται και εκπίπτουν της Εκκλησίας λόγω της φανεράς αλλοιώσεως της πίστεως και της παραχαράξεως των ορθών δογμάτων. Αυτά συνιστούν βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, η οποία επιφέρει σε αυτούς τη στέρηση της σωτηρίου Θείας Χάριτος και των ζωοπαρόχων Θείων Μυστηρίων.
Εξόχως χαρακτηριστικά και αποκαλυπτικά περί του θέματος αυτού είναι τα αναφερόμενα στην Εγκύκλιο η οποία εξεδόθη εκ μέρους της Ορθοδόξου Εκκλησίας κατά των παπικών καινοτομιών το έτος 1848. Έγραφαν τότε οι αείμνηστοι ορθόδοξοι Πατριάρχες: «Η γαρ πίστις ημών, αδελφοί, ουκ εξ ανθρώπων ουδέ δι’ ανθρώπου, αλλά δι’ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού, ήν εκήρυξαν οι Θείοι Απόστολοι, εκράτυναν αι ιεραί οικουμενικαί Σύνοδοι, παρέδωκαν εκ διαδοχής οι μέγιστοι σοφοί Διδάσκαλοι της οικουμένης και επεκύρωσαν τα εκχυθέντα αίματα των αγίων Μαρτύρων. «Κρατώμεν της ομολογίας» (Α΄ Πέτρ. ε΄, 8) ήν παρελάβομεν άδολον παρά τηλικούτων ανδρών, αποστρεφόμενοι πάντα νεωτερισμόν ως υπαγόρευμα του διαβόλου• ο δεχόμενος νεωτερισμόν, κατελέγχει ελλιπή την κεκηρυγμένην ορθόδοξον πίστιν. Αλλ’ αύτη πεπληρωμένη ήδη εσφράγισται, μη επιδεχομένη μήτε
μείωσιν, μήτε αύξησιν, μήτε αλλοίωσιν ηντιναούν, και ο τολμών ή πράξαι ή συμβουλεύσαι ή διανοηθήναι τούτο, ήδη ηρνήθη την πίστιν του Χριστού, ήδη εκουσίως καθυπεβλήθη εις το αιώνιον ανάθεμα δια το βλασφημείν εις το πνεύμα το άγιον, ως τάχα μη αρτίως λαλήσαν εν ταίς Γραφαίς και δια των οικουμενικών Συνόδων. Το φρικτόν τούτο ανάθεμα, αδελφοί και τέκνα εν Χριστώ αγαπητά, ουκ εκφωνούμεν ημείς σήμερον, αλλ’ εξεφώνησε πρώτος ο Σωτήρ ημών• «ός αν είπη κατά του πνεύματος του αγίου, ουκ αφεθήσεται αυτώ ούτε εν τω νυν αιώνι ούτε εν τω μέλλοντι» (Ματθ. ιβ΄, 32)• εξεφώνησε ο Θείος Παύλος «θαυμάζω ότι ούτω ταχέως μετατίθεσθε από του καλέσαντος υμάς εν χάριτι Χριστού εις έτερον ευαγγέλιον, ο ούκ εστιν άλλο, ει μη τινές εισιν οι ταράσσοντες υμάς, και θέλοντες μεταστρέψαι το ευαγγέλιον του Χριστού• αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ό ευαγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω» (Γαλ. α΄ 6-8)• εξεφώνησαν τούτο αι επτά οικουμενικαί Σύνοδοι και σύμπας ο χορός των Θεοφόρων Πατέρων. Άπαντες ούν οι νεωτερίζοντες ή αιρέσει ή σχίσματι, εκουσίως ενεδύθησαν, κατά τον ψαλμωδόν, «κατάραν ως ιμάτιον» (Ψαλμ. ρη΄, 18), κάν τε πάπαι, κάν τε πατριάρχαι, κάν τε κληρικοί, κάν τε Λαϊκοί έτυχον είναι• «κάν άγγελος εξ ουρανού, ανάθεμα έστω, ει τις υμάς ευαγγελίζηται παρ’ ό παρελάβετε» (Α΄, Πέτρου 1, 22). Ούτω φρονούντες οι Πατέρες ημών και υπακούοντες εις τους ψυχοσωτηρίους λόγους του Παύλου εστάθησαν σταθεροί και εδραίοι εις την εικ διαδοχής παραδοθείσαν αυτοίς πίστιν και διέσωσαν αυτήν άτρεπτον και άχραντον δια μέσου τοσούτων αιρέσεων, και παρέδωσαν αυτήν εις ημάς ειλικρινή και ανόθευτον, ως εξήλθεν άδολος από του στόματος των πρώτων υπηρετών του Λόγου• ούτω φρονούντες και ημείς, άδολον, ως παρελάβομεν, μετοχευτεύσομεν αυτήν εις τας επερχομένας γενεάς, μηδέν παραμείβοντες, ίνα ώσι κακείνοι, ως και ημείς, ευπαρουσίαστοι και ακαταίσχυντοι, λαλούνετς περί της των προγόνων αυτών πίστεως» (Βλ. Ιω. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. 205, σελ. 922).
Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους και όλες οι εναντίον των αιρετικών συγκληθείσες Ιερές Σύνοδοι της Εκκλησίας κατεδίκαζαν και αναθεμάτιζαν τους παντοειδείς αιρετικούς, όχι υπό την έννοια ότι τους επέβαλαν την «ποινή» να είναι και να αναγνωρίζονται του λοιπού ως αιρετικοί και απερριγμένοι εκ της Εκκλησίας, αλλά υπό την έννοια της συνοδικής διαπιστώσεως και αναλύσεως της αιρέσεως και της διακηρύξεως στο λαό του Θεού, προς προστασίαν αυτού, ότι πράγματι αυτοί, ήδη ως εκ της αιρέσεώς τους, κατέστησαν «σεσηπότες» και «εβλήθησαν έξω ως το κλήμα και εξηράνθησαν» (πρβλ. Ιω. ΙΕ΄, 6). Αυτοαπεκόπησαν, δηλαδή, και απεβλήθησαν εκ της Εκκλησίας και ως εκ τούτου ουδεμία πνευματική, συμπροσευχητική και λειτουργική κοινωνία μετ’ αυτών και μεθ’ όλης της ψευδοεκκλησίας τους επιτρέπεται.
Ε΄. Η αυτοαναίρεση των λεγομένων «αντιοικουμενιστών».
Αντιθέτως προς αυτά οι σημερινοί «αντιοικουμενιστές» τόσο του νεοημερολογιτικού χώρου, όσο και του παλαιοημερολογιτικού χώρου, παρότι όλοι ομού συμφωνούν ότι ο Οικουμενισμός είναι παναίρεση, εφ’ όσον εξισώνει την Εκκλησία του Χριστού με όλες σχεδόν τις κατεγνωσμένες αιρέσεις και επαναφέρει την κοινωνία με όλους σχεδόν τους αιρετικούς, παραδόξως δεν αποφαίνονται αν οι φορείς και οι συμμέτοχοι αυτής της παναιρέσεως, οι Οικουμενιστές και οι κοινωνούντες αυτοίς, δηλαδή όλη η ψευδοεκκλησία τους, είναι αυτοαπεσχισμένοι εκ της Εκκλησίας του Χριστού και εκπεσόντες απ’ αυτής. Πιστεύουν και διδάσκουν ότι μέχρι να συγκληθεί μια όντως πανορθόδοξος Σύνοδος η οποία θα καταδικάσει τον οικουμενισμό ως παναίρεση και θα επιβάλει στους οικουμενιστές την καθαίρεσή τους ως αιρετικών, μέχρι τότε ουδείς δύναται να αποφανθεί αν αυτοί και οι κοινωνούντες αυτοίς είναι αυτοαπεσχισμένοι εκ της Εκκλησίας του Χριστού και ως εκ τούτου η ψευδοεκκλησία τους στερείται της θείας Χάριτος και των Θείων Μυστηρίων.
Όλα όμως αυτά δεν είναι παρά η ουσιαστική αυτοαναίρεση των «αντιοικουμενιστών» αυτού του είδους, αφού αυτό που καταγγέλουν ως αντορθόδοξη θεωρία και πράξη του Οικουμενισμού, δηλαδή την αναγνώριση εκκλησιαστικότητος και υπάρξεως μυστηρίων στους κατεγνωσμένους αιρετικούς, αυτό το ίδιο πράττουν και οι ίδιοι, αναγνωρίζοντας εκκλησιαστικότητα και ύπαρξη μυστηρίων στην περιλαμβάνουσα όλες τις κατεγνωσμένες αιρέσεις παναίρεση του οικουμενισμού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ουσιαστικώς αμνηστεύουν, επί του παρόντος τουλάχιστον, τον Οικουμενισμό και όλες τις εκφάνσεις, καινοτόμες και πρακτικές του.
ς΄ Ο Οικουμενισμός ως αιρετική θεωρία και σχισματοαιρετική ψευδοεκκλησία.
Η αλήθεια της Εκκλησίας είναι απλή και αδιαπραγμάτευτη. Συνίσταται στην πίστη προς το πρόσωπο και το κήρυγμα του Θεανθρώπου Σωτήρος, Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο οποίος είναι η όντως Αλήθεια. Η αλήθεια του πραγματικού ιερού αγώνος κατά της παναιρέσεως του Οικουμενισμού είναι και αυτή απλή και αδιαπραγμάτευτη. Συνίσταται στην υποχρέωση της εναντιώσεως κάθε ορθοδόξου κατά της παναιρέσεως του Οικουμενισμού και σύνολης της πρακτικής εφαρμογής του, αρχής γενομένης από της πρώτης θεωρητικής παρουσιάσεώς του δια της εγκυκλίου του 1920 και από του πρώτου επισήμου και πρακτικού βήματος εφαρμογής του, την επιβολή του νέου παπικού ημερολογίου.
Ο Οικουμενισμός ως θεωρία παρουσιάσθηκε επισήμως στο χώρο της Ορθοδοξίας, διατυπωθείς, συντόμως μεν σαφώς και πλήρως δε, δια της Συνοδικής Εγκυκλίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου το έτος 1920. Εκεί παρατίθενται οι βασικές αρχές της παναιρέσεως αυτής και καθορίζεται το πρόγραμμα των σταδιακών πρακτικών βημάτων, για την προώθηση και παγίωσή της. Η πρακτική εφαρμογή του Οικουμενισμού αρχίζει να συντελείται δια της πραξικοπηματικής και αθές μου επιβολής του νέου παπικού εορτολογίου το έτος 1924. Τότε προεκλήθη πανορθόδοξο σκάνδαλο και επισυνέβη σχίσμα, παγκοσμίως γνωστό, ιστορικώς καταγεγραμμένο και ουδέποτε θεραπευθέν. Ποιοί το εδημιούργησαν; Ασφαλώς και βεβαίως οι κανοτομήσαντες Οικουμενιστές. Αυτοί αθέτησαν σαφώς και απροκαλύπτως προγενέστερες πανορθοδόξους αποφάσεις, ερχόμενοι έτσι σε ρήξη με το ιερό παρελθόν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, νοθεύοντας την παρακαταθήκη των Αγίων Πατέρων και αλλοιώνοντας τους θεσμούς τους.
Έκτοτε, οι αποδεχθέντες αυτήν την άθεσμη εφαρμογή του οικουμενιστικού προγράμματος, καθώς και οι κοινωνούντες αυτοίς, ανήκουν σαφώς και αναποδράστως στο χώρο του Οικουμενισμού. Έχουν αποσχίσει εαυτούς από την ορθόδοξη Εκκλησία, ποιμαίνονται και διοικούνται υπό Οικουμενιστών και συμμετέχουν, είτε ενεργητικά, είτε παθητικά στα οικουμενιστικό γίγνεσθαι. Το γεγονός ότι κάποιοι απ’ αυτούς δεν αρέσκονται στην οικουμενιστική θεωρία και πρακτική δεν σημαίνει σε καμμία περίπτωση ότι, ως εκ τούτου και μόνο, ανήκουν στην ορθόδοξη Εκκλησία. Εφ’ όσον εν τη πράξει, είτε ανέχθησαν την εφαρμογή του Οικουμενιστικού προγράμματος, είτε εγεννήθησαν και ανετράφησαν στα πλαίσια αυτής της οικουμενιστικής ψευδοεκκλησίας, καθίσταται εκ των πραγμάτων δεδομένο ότι δεν δύνανται να αποτελούν μέλη της αληθινής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όσοι εξ αυτών επιθυμούν τη σωτηρία τους οφείλουν να αναζητήσουν την αμόλυντη από το μίασμα του Οικουμενισμού αληθινή Ορθόδοξη Εκκλησία και να ενταχθούν σε αυτήν, απορρίπτοντας ό,τι «έλαβον» εκ της οικουμενιστικής ψευδοεκκλησίας ως αδόκιμο και ουσιαστικώς ανίσχυρο.
Ζ΄. Η πραγματική έννοια της αποτειχίσεως.
Κατά τη σημερινή συγκυρία δεν αρκεί κανείς να διαφωνεί ή να «αποτειχίζεται» ή να διακόπτει το μνημόσυνο των Οικουμενιστών «Επισκόπων» νομίζοντας ότι έτσι διασφαλίζει τον εαυτό του στη σωτηρία μάνδρα του Χριστού. Η έννοια της αποτειχίσεως ισχύει και αρμόζει μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες στο χώρο της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού κάποιος (π.χ. Επίσκοπος) ή κάποιοι από τα μέλη της (π.χ. Σύνοδος Επισκόπων) αρχίσουν έξαφνα να κηρύττουν επισήμως (γυμνή τη κεφαλή) κατεγνωσμένη αίρεση. Τότε προκύπτει η υποχρέωση των ορθοδόξων πιστών να διακόψουν την πνευματική κοινωνία τους με’ αυτών, ακόμη και αν πρόκειται για τους ποιμένες τους ή για υψηλόβαθμους κληρικούς, ακόμη και για πατριάρχες και να «αποτειχισθούν» απ’ αυτούς, περιτειχιζόμενοι αυτομάτως και αυτονοήτως στην αληθινή Εκκλησία, της οποίας τυγχάνουν ήδη μέλη. Προϋποτίθεται δηλαδή, ότι αυτός που αποτειχίζεται από τους κηρύσσοντας επισήμως αίρεση είναι ήδη μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, έχοντας λάβει από την αληθινή Ορθόδοξη εκκλησία την ιδιότητα αυτή δια των πραγματικών μυστηρίων που μόνο εντός αυτής παρέχονται. Δεν νοείται αποτείχιση από αιρετικούς, υπό την έννοια της ταυτοχρόνου και αυτονοήτου «περιτειχίσεως» στην Εκκλησία του Χριστού, αν ο αποτειχιζόμενος ουδέποτε υπήρξε μέλος της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού, αλλά πάντοτε ήταν μέλος της από μακρού χρόνου δρώσης ψευδοεκκλησίας. Ομοίως δεν σημαίνει σχεδόν τίποτε από ορθοδόξου πλευράς η διακοπή μνημοσύνου του οικουμενιστού «Επισκόπου» όταν, αφ’ ενός μεν συνεχίζεται η λειτουργική κοινωνία με τους μνημονεύοντες τον οικουμενιστή «Επίσκοπο», αφ’ ετέρου δε αποφεύγεται η ένταξη στην πραγματική Ορθόδοξη Εκκλησία
Διονύσιος Σακκάς Γνήσιος Ορθόδοξος Χριστιανός Καλαμάτα
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑI